Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

Υπουργείο Παιδείας

См. также в других словарях:

  • υπουργείο — το 1. το σύνολο των δημόσιων υπηρεσιών ορισμένου κλάδου που υπάγονται στην εξουσία ενός υπουργού: Υπουργείο Εξωτερικών. 2. το σύνολο των υπουργών, που μαζί με τον πρωθυπουργό αποτελούν την κυβέρνηση της χώρας: Υπουργείο Πλαστήρα. 3. το σύνολο των …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλφαβητάριο — Εγχειρίδιο για τη διδασκαλία της ανάγνωσης και της γραφής στα παιδιά. Επειδή το α. αποτελεί το πρώτο στοιχειώδες πνευματικό βοήθημα του παιδιού και συγχρόνως ένα από τα πρώτα μέσα αισθητικής αγωγής του, γι’ αυτό η συγγραφή του θα πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Ministry of Education, Lifelong Learning and Religious Affairs (Greece) — The Greek Ministry of National Education and Religious Affairs. The Ministry of Education, Lifelong Learning and Religious Affairs (Greek: Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων), formerly the Ministry for National Education and… …   Wikipedia

  • Σωτηρίου, Κώστας — Παιδαγωγός. (Μαρκόπουλο Αττικής 1889 Αθήνα 1965). Σπούδασε αρχικά στο Διδασκαλείο στην Αθήνα και έπειτα παιδαγωγικά στην Ευρώπη. Από το 1923 ως το 1926 υπηρέτησε ως διευθυντής δημοτικής εκπαίδευσης στο υπουργείο Παιδείας, έπειτα ως διευθυντής στο …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • αγροκήπιο — Κήπος που βρίσκεται σε αγροτικό συνοικισμό ή σε αγροτικό κέντρο. Σε όλες τις χώρες, για να επιτευχθεί η βελτίωση της γεωργίας και της ζωοτεχνίας, ιδρύθηκαν πρότυπα α., όπου καλλιεργούνται υποδειγματικά διάφορα φυτά και διατρέφονται διάφορα ζώα.… …   Dictionary of Greek

  • Γεωργιάδης, Κλεάνθης — (Πάφος Κύπρου 1910 –). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως καθηγητής στο Παγκύπριο Εμπορικό Λύκειο Λάρνακας (1935 43), γυμνασιάρχης Κερύνειας, Λαπήδου και Μόρφου (1943 59),… …   Dictionary of Greek

  • Γουίλσον, Χάρολντ — (Harold Wilson, Χάντερσφιλντ 1916 – Λονδίνο 1995). Άγγλος πολιτικός. Γεννήθηκε σε μικροαστική οικογένεια και έδειξε από νεαρός εξαιρετικές πνευματικές ικανότητες. Σε ηλικία μόλις 21 ετών κατόρθωσε να αποφοιτήσει αριστούχος από την Οξφόρδη με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ευθυμίου, Πέτρος — (Λάρισα 1950 –). Πολιτικός και δημοσιογράφος. Αποφοίτησε από τη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Κατά την διάρκεια των σπουδών του ανέπτυξε ενεργό πολιτική δράση κατά της δικτατορίας και εξελέγη μέλος της συντονιστικής επιτροπής… …   Dictionary of Greek

  • Ζαγλούλ πασάς — (Ίμπιαν 1860 – Κάιρο 1927). Αιγύπτιος πολιτικός. Το 1906 ανέλαβε το υπουργείο Παιδείας και το 1910 το υπουργείο Δικαιοσύνης, αλλά το 1912 αναγκάστηκε να παραιτηθεί εξαιτίας της αδιάλλακτης αντίθεσής του κατά της αγγλικής παρουσίας στην Αίγυπτο.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»